- χείμετλα
- τα, ΝΜΑβλ. χίμετλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεπάγιασμα — το [ξεπανιάζω] 1. το αποτέλεσμα τού ξεπαγιάζω, πάγωμα από πολύ κρύο 2. σφοδρό ψύχος, πολύ κρύο 3. στον πληθ. τα ξεπαγιάσματα τα χείμετλα, οι χιονίστρες … Dictionary of Greek
χίμετλο — και χείμετλο, το / χίμετλον, ΝΜΑ, και χείμεθλον Μ, και χείμετλον και χίμεθλον Α συν. στον πληθ. τα χίμετλα και χείμετλα ιατρ. δερματοπάθεια οφειλόμενη στην τοπική δράση τού ψύχους επί τού δέρματος, που εμφανίζεται την ψυχρή περίοδο τού χρόνου,… … Dictionary of Greek